- εκθαμβωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που συσκοτίζει την όραση με τη λάμψη του2. αυτός που προκαλεί κατάπληξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκθαμβωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που με άπλετο φως ή δυνατή λάμψη συσκοτίζει την όραση, ο εκτυφλωτικός: Εκθαμβωτικός προβολέας. 2. μτφ., που προκαλεί έκπληξη, έκσταση: Εκθαμβωτική δόξα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αείδελος — ἀείδελος, ον (Α) 1. αόρατος, σκοτεινός, ασαφής 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν κοιτάξει, ο εκθαμβωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *εἴδω με παρέκταση σε λ, πρβλ. εἴδ ωλον, εἰδ άλιμος, εἰδ υλίς, ἰδ λὸς > ἰλ λός] … Dictionary of Greek
εκθαμβητικός — ἐκθαμβητικός, ή, όν (Μ) ο εκθαμβωτικός … Dictionary of Greek
εκτυφλωτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να εκτυφλώνει («εκτυφλωτικό φως») 2. μτφ. αυτός που προκαλεί συγκλονιστική εντύπωση, εκθαμβωτικός («εκτυφλωτική ομορφιά») … Dictionary of Greek
θαμπερός — ή, ό 1. αυτός που, λόγω τού δυνατού φωτός ή τής ισχυρής ακτινοβολίας, φέρνει θάμβος στην όραση, ο εκθαμβωτικός («θαμπερά καλοκαιριάτικα μεσημέρια») 2. (για πράγματα) μαύρος, σκοτεινός 3. (για την ατμόσφαιρα ή τη θάλασσα) ομιχλώδης, ζοφώδης («τα… … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek